χαλκίς

χαλκίς
Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αιτωλίας, που ονομαζόταν και Υποχαλκίς. Ήταν αποικία της ομώνυμης πόλης της Εύβοιας. Ερείπιά της σώζονται στο όρος Βαράσοβα. 2. Πόλη της αρχαίας Δολοπίας. Τοποθετείται κοντά στο χωριό Χαλίκιστη στις πηγές του Αχελώου. 3. Πόλη της Εύβοιας. Bλ. λ. Χαλκίδα. 4. Πόλη της Ιωνίας, φημισμένη για τα ιαματικά λουτρά της. 5. Πόλη της Συρίας. Σώζονται ερείπιά της. 6. Πόλη της Συρίας, γνωστή ως X. η υπό Λίβανον. Σώζονται ερείπιά της. 7. Πόλη της Τρυφυλλίας σε μικρή απόσταση από τη θάλασσα. 8. Οικισμός σε μικρό νησί κοντά στη Λέσβο.
* * *
-ίδος, ΝΜΑ, και χαλκίδα Ν
ως κύριο όν. η Χαλκίδα και ἡ Χαλκίς, -ίδος
ονομασία πόλης τής Εύβοιας
νεοελλ.
ζωολ. γένος υμενόπτερων εντόμων τής οικογένειας χαλκιδίδες
αρχ.
1. είδος άγνωστου πτηνού
2. είδος ψαριού, πιθανώς η σαρδέλα
3. είδος τής σαύρας σκίγκος, γνωστό σήμερα με την επιστημονική ονομασία Chalchides ocellatus
4. (στους Λακεδαιμονίους) δούλα, θεράπαινα («ἐπικαλεῖσθαί φησι χαλκίδας παρὰ Λακεδαιμονίοις τὰς θεραπαίνας», Πρόξ.)
5. ως κύριο όν. ονομασία διαφόρων πόλεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκός + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. κεραμ-ίς, φοινικ-ίς). Η λ. έχει χρησιμοποιηθεί για να δηλώσει διάφορα ζώα, τα οποία ονομάστηκαν έτσι λόγω του χρώματός τους. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. chalcis (< χαλκός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Χαλκίς — a brazen pot. fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκίς — a brazen pot. fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χάλκις — Sp Chalkidė Ap Χάλκις/Chalkis sen. graikų kalba Ap Χαλκίδα/Chalkida graikiškai L sen. gr. polis, Eubojos nomo c., R Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Халкида — (Χαλκίς) важнейший город на острове Евбее, на западном берегу, у самого пролива Еврина, отделявшего Евбею от Беотии. Принадлежала к числу важных греческих торговых городов благодаря своему выгодному положению. Как остальные средоточия морской… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Χαλκίδα — Χαλκίς a brazen pot. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκίδα — χαλκίς a brazen pot. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκίδας — Χαλκίς a brazen pot. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκίδας — χαλκίς a brazen pot. fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χαλκίδες — Χαλκίς a brazen pot. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαλκίδες — χαλκίς a brazen pot. fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”